τρισχίλιος

τρισχίλιος
-ος,-ον ЧC 0-0-0-0-1=1 1 Mc 10,77
three thousand (sg. with a coll. noun)

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρισχίλιοι — ες, α / τρισχίλιοι, αι, α, ΝΜΑ, και τ. εν. τρισχίλιος, ία, ον, Α τρεις φορές χίλιοι, τρεις χιλιάδες («τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. (στον εν. με περιλπτ. σημ.) τρισχίλιος, ία, ον τρεις χιλιάδες (α. τρισχιλίαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”